caractérisé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
caractérisé | caractérisés |
Επίθετο
επεξεργασίαcaractérisé (fr) αρσενικό
- φανερός, που έχει φανερά χαρακτηριστικά, καθαρός
Συγγενικά
επεξεργασία- caractère
- caractériel - caractérielle
- caractérisation
- caractérisé - caractérisée
- caractériser
- caractéristique
- caractérologie
- caractérologique