carabinier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | carabinier | carabiniers |
θηλυκό | carabinière | carabinières |
Ετυμολογία
επεξεργασία- carabinier < (άμεσο δάνειο) ιταλική carabiniere
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcarabinier (fr)
- στρατιώτης εξοπλισμένος με καραμπίνα
- είδος χωροφύλακα
- (αθλητισμός) αθλητής που εξασκείται στην σκοποβολή