ενεστώτας capitalize on
γ΄ ενικό ενεστώτα capitalizes on
αόριστος capitalized on
παθητική μετοχή capitalized on
ενεργητική μετοχή capitalizing on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
capitalize on < → δείτε τις λέξεις capitalize και on

capitalize on (en)

  • εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ κάτι με τρόπο ωφέλιμο
    ⮡  In order to capitalize on the space better, we need to change the layout.
    Για να εκμεταλλευτούμε καλύτερα το χώρο, πρέπει να αλλάξουμε διαρρύθμιση.
    ⮡  He capitalized on all the opportunities he was given.
    Αξιοποίησε όλες τις ευκαιρίες που του δόθηκαν.
     συνώνυμα:  exploit, harness, leverage, take advantage of και tap

Άλλες μορφές

επεξεργασία