take advantage of
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαtake advantage of (en) (ιδιωματισμός)
- εκμεταλλεύομαι, χρησιμοποιώ κάτι καλά· αξιοποιώ μια ευκαιρία
- ⮡ I am taking advantage of my time well.
- Εκμεταλλεύομαι το χρόνο μου καλά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη capitalize on
- ⮡ I am taking advantage of my time well.
- (κακόσημο) εκμεταλλεύομαι, χρησιμοποιώ κάποιον ή κάτι με τρόπο άδικο ή ανέντιμο