Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

take advantage of < → δείτε τις λέξεις take, advantage και of

  Έκφραση επεξεργασία

take advantage of (en) (ιδιωματισμός)

  1. εκμεταλλεύομαι, χρησιμοποιώ κάτι καλά· αξιοποιώ μια ευκαιρία
    I am taking advantage of my time well.
    Εκμεταλλεύομαι το χρόνο μου καλά.
  2. εκμεταλλεύομαι, χρησιμοποιώ κάποιον ή κάτι με τρόπο άδικο ή ανέντιμο
    She took advantage of her inexperience.
    Εκμεταλλεύτηκε την απειρία της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exploit

  Πηγές επεξεργασία