capitalize upon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | capitalize upon |
γ΄ ενικό ενεστώτα | capitalizes upon |
αόριστος | capitalized upon |
παθητική μετοχή | capitalized upon |
ενεργητική μετοχή | capitalizing upon |
Ετυμολογία
επεξεργασία- capitalize upon < → δείτε τις λέξεις capitalize και upon
Ρήμα
επεξεργασίαcapitalize upon (en)