cafea
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcafea (la) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cafea | cafeae |
γενική | cafeae | cafeārum |
δοτική | cafeae | cafeīs |
αιτιατική | cafeam | cafeās |
κλητική | cafea | cafeae |
αφαιρετική | cafeā | cafeīs |
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcafea (ro) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασία κλίση του cafea