caduc
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | caduc | caducs |
θηλυκό | caduque | caduques |
caduc (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) που φτάνει στο τέλος της ζωής του, ετοιμόρροπος
- ξεπερασμένος, άκυρος
- που πρόκειται να πέσει αφού εκτέλεσε τη λειτουργία του
- des arbres aux feuilles caduques - φυλλοβόλα δέντρα