Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό caduc caducs
θηλυκό caduque caduques

caduc (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) που φτάνει στο τέλος της ζωής του, ετοιμόρροπος
  2. ξεπερασμένος, άκυρος
  3. που πρόκειται να πέσει αφού εκτέλεσε τη λειτουργία του
    des arbres aux feuilles caduques - φυλλοβόλα δέντρα
     αντώνυμα: persistant