Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cachou cachous

cachou (fr) αρσενικό

  1. χρωστική ουσία, άλλοτε φυτικής προέλευσης, που χρησιμοποιείται στη βαφή του βάμβακα
  2. εκχύλισμα από το φρούτο της ακακίας της Ασίας· (κατ’ επέκταση) καραμέλα με αυτή τη γεύση

  Επίθετο

επεξεργασία

cachou (fr)

  • που είναι χρώματος καφέ-πράσινου όπως το cachou