ενεστώτας buckle up
γ΄ ενικό ενεστώτα buckles up
αόριστος buckled up
παθητική μετοχή buckled up
ενεργητική μετοχή buckling up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις buckle και up

buckle up (en)