buckle up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | buckle up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | buckles up |
αόριστος | buckled up |
παθητική μετοχή | buckled up |
ενεργητική μετοχή | buckling up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbuckle up (en)
- δένω/βάζω τη ζώνη μου (για τη ζώνη ασφαλείας, όπως σε αυτοκίνητο)