bouffissure
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bouffissure | bouffissures |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbouffissure (fr) θηλυκό
- το πρήξιμο
- (μεταφορικά) η υπερφόρτωση του τρόπου με τον οποίο εκφράζεται ένας συγγραφέας
ενικός | πληθυντικός |
bouffissure | bouffissures |
bouffissure (fr) θηλυκό