ενικός         πληθυντικός  
bouffissure bouffissures

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bouffissure (fr) θηλυκό

  1. το πρήξιμο
     συνώνυμα: boursouflure
  2. (μεταφορικά) η υπερφόρτωση του τρόπου με τον οποίο εκφράζεται ένας συγγραφέας
     συνώνυμα: enflure