ενικός         πληθυντικός  
borough boroughs

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

borough (en)

  1. μια πόλη ή τμήμα μιας πόλης που έχει τη δική της τοπική κυβέρνηση
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη district
  2. προάστιο, διαμέρισμα πόλης
  3. (ΗΠΑ) δήμος, κοινότητα