borough
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
borough | boroughs |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαborough (en)
- μια πόλη ή τμήμα μιας πόλης που έχει τη δική της τοπική κυβέρνηση
- προάστιο, διαμέρισμα πόλης
- (ΗΠΑ) δήμος, κοινότητα
ενικός | πληθυντικός |
borough | boroughs |
borough (en)