Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

blonde (en)

  1. άτομο με ανοιχτόχρωμο δέρμα και μαλλιά· ο ξανθός (και συνηθέστερα) η ξανθιά
  2. το ξανθό χρώμα

  Επίθετο επεξεργασία

blonde (en)

  1. ξανθός
  2. ξανθότριχος



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

blonde < θηλυκό του blond

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
blonde blondes

blonde (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) χαζούλα, «βλίτο», αφελής
  2. (Καναδάς) φίλη