blond
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαblond (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | blond | blonds |
θηλυκό | blonde | blondes |
blond (fr)
blond (en)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | blond | blonds |
θηλυκό | blonde | blondes |
blond (fr)