bestotruo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bestotruo | bestotruoj |
αιτιατική | bestotruon | bestotruojn |
bestotruo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bestotruo | bestotruoj |
αιτιατική | bestotruon | bestotruojn |
bestotruo (eo)