truo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | truo | truoj |
αιτιατική | truon | truojn |
truo (eo)
- η τρύπα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | truo | truoj |
αιτιατική | truon | truojn |
truo (eo)