batalokampo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | batalokampo | batalokampoj |
αιτιατική | batalokampon | batalokampojn |
batalokampo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | batalokampo | batalokampoj |
αιτιατική | batalokampon | batalokampojn |
batalokampo (eo)