Ετυμολογία

επεξεργασία
backburn < back + burn

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
backburn backburns

backburn (en)

  • το αποτέλεσμα του ρήματος backburn
ενεστώτας backburn
γ΄ ενικό ενεστώτα backburns
αόριστος backburned
παθητική μετοχή backburned
ενεργητική μετοχή backburning

backburn (en)

  • προκαλώ ελεγχόμενη φωτιά στην αναμενόμενη διαδρομή μεγάλης πυρκαγιάς ώστε να μην συναντήσει καύσιμη ύλη και να μην επεκταθεί