backburn
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
backburn | backburns |
backburn (en)
- το αποτέλεσμα του ρήματος backburn
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | backburn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | backburns |
αόριστος | backburned |
παθητική μετοχή | backburned |
ενεργητική μετοχή | backburning |
backburn (en)