babilemulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- babilemulo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | babilemulo | babilemuloj |
αιτιατική | babilemulon | babilemulojn |
babilemulo (eo)
- ο φλύαρος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | babilemulo | babilemuloj |
αιτιατική | babilemulon | babilemulojn |
babilemulo (eo)