babilemulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ba.bi.le.ˈmu.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ba‐bi‐le‐mu‐lo
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | babilemulo | babilemuloj |
αιτιατική | babilemulon | babilemulojn |
babilemulo (eo)
- ο φλύαρος