aŭdado
(Ανακατεύθυνση από audado)
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭdado | aŭdadoj |
αιτιατική | aŭdadon | aŭdadojn |
aŭdado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭdado | aŭdadoj |
αιτιατική | aŭdadon | aŭdadojn |
aŭdado (eo)