Ουσιαστικό

επεξεργασία

audacia (la)

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική audacia audaciae
γενική audaciae audaciārum
δοτική audaciae audaciīs
αιτιατική audaciam audaciās
κλητική audacia audaciae
αφαιρετική audaciā audaciīs
(α' κλίση)