Ετυμολογία

επεξεργασία
atingebla < ating + -ebl- + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική atingebla atingeblaj
αιτιατική atingeblan atingeblajn

atingebla (eo)

la poemo estas atingebla en la reto, μπορεί κανείς να βρει το ποίημα στο διαδίκτυο