assent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
assent | assents |
assent (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | assent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | assents |
αόριστος | assented |
παθητική μετοχή | assented |
ενεργητική μετοχή | assenting |
assent (en)
- συναινώ, συμφωνώ, δίνω τη συγκατάθεσή μου