Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /əˈsɛnt/
ομόηχο: ascent

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
assent assents

assent (en)

ενεστώτας assent
γ΄ ενικό ενεστώτα assents
αόριστος assented
παθητική μετοχή assented
ενεργητική μετοχή assenting

assent (en)

  • συναινώ, συμφωνώ, δίνω τη συγκατάθεσή μου