Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

asocio < asoci- + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική asocio asocioj
αιτιατική asocion asociojn

asocio (eo)

kvartala asocio - συνοικιακό σωματείο / συνοικιακή ένωση