ardo
Βασκικά (eu)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαardo (eu)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ardo | ardoj |
αιτιατική | ardon | ardojn |
ardo (eo)
ardo (eu)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ardo | ardoj |
αιτιατική | ardon | ardojn |
ardo (eo)