antaŭtago
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antaŭtago | antaŭtagoj |
αιτιατική | antaŭtagon | antaŭtagojn |
antaŭtago (eo)
- παραμονή, η προηγούμενη μέρα
Άλλες γραφές
επεξεργασία- antautago στο H-sistemo
- antauxtago στο X-sistemo