antaŭbrako
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antaŭbrako | antaŭbrakoj |
αιτιατική | antaŭbrakon | antaŭbrakojn |
antaŭbrako (eo)
- αντιβράχιο, πήχυς του χεριού
Άλλες γραφές επεξεργασία
- antaubrako στο H-sistemo
- antauxbrako στο X-sistemo