Ετυμολογία

επεξεργασία
animer < λατινική animo, animare < … < απώτατη αρχή: πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enh₁- (αναπνέω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.niˈme/
 

animer (fr) (μεταβατικό)

  1. εμψυχώνω
  2. ζωντανεύω
  3. διευθύνω

Παράγωγα

επεξεργασία