ενικός         πληθυντικός  
animateur animateurs

  Ετυμολογία

επεξεργασία
animateur < (λόγιο δάνειο) υστερολατινική animator[1] ή απευθείας anim(er) (< λατινική animo, animare) +‎ -ateur (< λατινική -ator) < και για τα δύο, πρωτοϊνδοευρωπαϊκή αρχή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

animateur (fr) αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. ανιματέρ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.