anarhist
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαanarhist (ro) αρσενικό
Κλίση
επεξεργασία κλίση του anarhist
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un anarhist | anarhistul | nişte anarhiști | anarhiștii |
γενική | a unui anarhist | anarhistului | a unor anarhiști | anarhiștilor |
δοτική | a unui anarhist | anarhistului | a unor anarhiști | anarhiștilor |
αιτιατική | un anarhist | anarhistul | nişte anarhiști | anarhiștii |
κλητική | — | - | — | - |