amuzparko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- amuzparko < amuza (ψυχαγωγικός) + parko (πάρκο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amuzparko | amuzparkoj |
αιτιατική | amuzparkon | amuzparkojn |
amuzparko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amuzparko | amuzparkoj |
αιτιατική | amuzparkon | amuzparkojn |
amuzparko (eo)