Δείτε επίσης: alterné
      ενικός         πληθυντικός  
alterne alternes

  Επίθετο

επεξεργασία

alterne (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (βοτανική) εναλλασσόμενος (λέγεται για φύλλα που βρίσκονται εναλλάξ πάνω στον ίδιο μίσχο
  2. {(γεωμετρία) λέγεται για τις εντός εναλλάξ γωνίες που σχηματίζονται από δύο παράλληλες ευθείες που τέμνονται από μια τρίτη

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη alterner