alterne
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
alterne | alternes |
Επίθετο
επεξεργασίαalterne (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (βοτανική) εναλλασσόμενος (λέγεται για φύλλα που βρίσκονται εναλλάξ πάνω στον ίδιο μίσχο
- {(γεωμετρία) λέγεται για τις εντός εναλλάξ γωνίες που σχηματίζονται από δύο παράλληλες ευθείες που τέμνονται από μια τρίτη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη alterner