Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
allodial allodiaux

allodial (fr) αρσενικό

  1. κάτοχος ενός χωραφιού που δεν υπόκειται σε ηγεμονικά δικαιώματα ή φόρους
  2. ιδιοκτησία που δεν υπόκειται σε ηγεμονικά δικαιώματα ή φόρους

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό allodial allodiaux
θηλυκό allodiale allodiales

allodial (fr)

  1. (κατά τη φεουδαρχία, σχετικά με ένα χωράφι) που δεν υπόκειται σε ηγεμονικά δικαιώματα ή φόρους

Συγγενικά

επεξεργασία