Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈeɪ.li.əs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
alias aliases

alias (en)

  • (πληροφορική) ψευδώνυμο, που χρησιμοποιείται ως συντομογραφία
    This query uses table aliases (l for the albums table and r for artists table) to shorten the query[1]

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας alias
γ΄ ενικό ενεστώτα aliases
αόριστος aliased
παθητική μετοχή aliased
ενεργητική μετοχή aliasing

alias (en)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • alias στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. (Αγγλικά) SQLite Join, πρόσβαση:2020-01-16



  Επίρρημα

επεξεργασία

alias (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
alias alias

alias (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • alias στη γαλλική Βικιπαίδεια