akuŝfino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝfino | akuŝfinoj |
αιτιατική | akuŝfinon | akuŝfinojn |
akuŝfino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝfino | akuŝfinoj |
αιτιατική | akuŝfinon | akuŝfinojn |
akuŝfino (eo)