aktualaĵo
(Ανακατεύθυνση από aktualajho)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktualaĵo | aktualaĵoj |
αιτιατική | aktualaĵon | aktualaĵojn |
aktualaĵo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- aktualajho στο H-sistemo
- aktualajxo στο X-sistemo