aksoĉapo
(Ανακατεύθυνση από aksochapo)
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aksoĉapo | aksoĉapoj |
αιτιατική | aksoĉapon | aksoĉapojn |
aksoĉapo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aksoĉapo | aksoĉapoj |
αιτιατική | aksoĉapon | aksoĉapojn |
aksoĉapo (eo)