Ουσιαστικό

επεξεργασία

agricola (la) αρσενικό

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική agricola agricolae
γενική agricolae agricolarum
δοτική agricolae agricolis
αιτιατική agricolam agricolas
κλητική agricola agricolae
αφαιρετική agricola agricolis