Ετυμολογία

επεξεργασία
affleurement < affleurer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
affleurement affleurements

affleurement (fr) αρσενικό

  1. η αυξομείωση του ύψους μιας επιφάνειας ώστε να φτάσει στο ίδιο ύψος με μια άλλη
  2. η εμφάνιση ενός αντικειμένου στην επιφάνεια του εδάφους
  3. η προεξοχή