affleurement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- affleurement < affleurer
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
affleurement | affleurements |
affleurement (fr) αρσενικό
- η αυξομείωση του ύψους μιας επιφάνειας ώστε να φτάσει στο ίδιο ύψος με μια άλλη
- η εμφάνιση ενός αντικειμένου στην επιφάνεια του εδάφους
- η προεξοχή