aerveziketo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerveziketo | aerveziketoj |
αιτιατική | aerveziketon | aerveziketojn |
aerveziketo (eo)
- η φουσκάλα, η μπουρμπουλήθρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerveziketo | aerveziketoj |
αιτιατική | aerveziketon | aerveziketojn |
aerveziketo (eo)