veziketo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | veziketo | veziketoj |
αιτιατική | veziketon | veziketojn |
veziketo (eo)
- η φουσκάλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | veziketo | veziketoj |
αιτιατική | veziketon | veziketojn |
veziketo (eo)