aerpremo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerpremo | aerpremoj |
αιτιατική | aerpremon | aerpremojn |
aerpremo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerpremo | aerpremoj |
αιτιατική | aerpremon | aerpremojn |
aerpremo (eo)