aermeĥanikisto
(Ανακατεύθυνση από aermehhanikisto)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aermeĥanikisto < aer(o) + meĥanikisto
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aermeĥanikisto | aermeĥanikistoj |
αιτιατική | aermeĥanikiston | aermeĥanikistojn |
aermeĥanikisto (eo)