aerbazo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerbazo | aerbazoj |
αιτιατική | aerbazon | aerbazojn |
aerbazo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerbazo | aerbazoj |
αιτιατική | aerbazon | aerbazojn |
aerbazo (eo)