admono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | admono | admonoj |
αιτιατική | admonon | admonojn |
admono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | admono | admonoj |
αιτιατική | admonon | admonojn |
admono (eo)