administrado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- administrado < administr- + -ad- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | administrado | administradoj |
αιτιατική | administradon | administradojn |
administrado (eo)