Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
action painting action paintings

  Ετυμολογία επεξεργασία

action painting < → δείτε τις λέξεις action και painting (μαρτυρείται από το 1952)[1]

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

action painting (en)

  1. (ζωγραφική, άκλιτο) τεχνική ζωγραφικής της μοντέρνας τέχνης όπου το χρώμα στάζει, εκτοξεύεται ή χύνεται πάνω στον καμβά για να παραχθεί μια αυθόρμητη και πλήρως αφηρημένη εικόνα
  2. (τέχνη, κλιτό) έργο που έχει παραχθεί με την παραπάνω τεχνική

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. action painting - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)