painting
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
painting | paintings |
painting (en)
- (μετρήσιμο) η ζωγραφιά, ο πίνακας (ζωγραφικής)
- ⮡ The wall was hung with paintings.
- Στον τοίχο κρέμονταν ζωγραφιές.
- ⮡ My favorite painting is “The Kiss”.
- Ο αγαπημένος μου πίνακας είναι «Το Φιλί».
- ⮡ My cousin has a large collection of paintings.
- Ο ξάδελφός μου έχει μια μεγάλη συλλογή με πίνακες ζωγραφικής.
- ⮡ The wall was hung with paintings.
- (μη μετρήσιμο) η ζωγραφική, η πράξη του ζωγραφίζω
- ⮡ Painting is one of the fine arts.
- H ζωγραφική είναι μία από τις καλές τέχνες.
- ⮡ Painting is one of the fine arts.
- (μη μετρήσιμο) το βάψιμο, η ενέργεια του βάφω την επιφάνεια αντικειμένων, τοίχων κτλ.
- ⮡ The front side of the apartment building needs painting.
- Η μπροστινή πλευρά της πολυκατοικίας θέλει βάψιμο.
- ⮡ The front side of the apartment building needs painting.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαpainting (en)
Πηγές
επεξεργασία- painting - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 357. ISBN 9780194325684., λήμμα: ζωγραφιά