accomplishable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | accomplishable |
συγκριτικός | more accomplishable |
υπερθετικός | most accomplishable |
Ετυμολογία
επεξεργασία- accomplishable < accomplish + -able
Επίθετο
επεξεργασίαaccomplishable (en)
- πραγματοποιήσιμος, που μπορεί να πραγματοποιηθεί
- ⮡ The solutions proposed were not easily accomplishable.
- Οι λύσεις που προτάθηκαν δεν ήταν εύκολα πραγματοποιήσιμες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη achievable
- ⮡ The solutions proposed were not easily accomplishable.