absurdaĵo
(Ανακατεύθυνση από absurdajho)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absurdaĵo | absurdaĵoj |
αιτιατική | absurdaĵon | absurdaĵojn |
absurdaĵo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- absurdajho στο H-sistemo
- absurdajxo στο X-sistemo