absorbiĝo
(Ανακατεύθυνση από absorbigxo)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absorbiĝo | absorbiĝoj |
αιτιατική | absorbiĝon | absorbiĝojn |
absorbiĝo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- absorbigho στο H-sistemo
- absorbigxo στο X-sistemo